- χηροτροφείον
- τὸ, Μίδρυμα προστασίας χηρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + -τροφεῖον (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. βρεφο-τροφεῖον, πτωχο-τροφεῖον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χηροκομείον — τὸ, Μ χηροτροφεῑον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + κομεῖον (< κόμος < κομῶ, έω, «φροντίζω, περιποιούμαι»), πρβλ. γηρο κομεῖον] … Dictionary of Greek